- μήτρα
- I
(Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το έμβρυο. Εντοπίζεται στην πύελο, μεταξύ ουροδόχου κύστης και ορθού. Το πάνω μέρος επικοινωνεί με τις σάλπιγγες και το κάτω με τον κόλπο. Η μ. της ενήλικης γυναίκας έχει σχήμα αχλαδιού, μέγιστη διάσταση 7,5 εκ., παχύ μυϊκό τοίχωμα και ατροφεί μετά την εμμηνόπαυση. Διακρίνεται στο ανώτερο τμήμα (το σώμα) και στο κατώτερο (τον τράχηλο). Η παθολογία της μ. περιλαμβάνει κυρίως 1) φλεγμονές: διακρίνονται σε εκείνες του τράχηλου (τραχηλίτιδες) και του σώματος της μ. Οι τελευταίες είναι σπάνιες, εξαιτίας της περιοδικής αναγέννησης του βλεννογόνου της μ., εκτός από όσες παρατηρούνται μετά από τοκετό ή από έκτρωση. Οι φλεγμονές αυτές διακρίνονται σε οξείες και χρόνιες, και οφείλονται στην επίδραση παθογόνων μικροοργανισμών (στρεπτόκοκκοι, σταφυλόκοκκοι, γονόκοκκος, βακτηρίδιο της φυματίωσης του Κοχ κ.ά.) 2) νεοπλάσματα καλοήθη (με συχνότερα τα ινομυώματα) και κακοήθη (με συχνότερο τον καρκίνο του τραχήλου της μ., στην πρόληψη του οποίου συμβάλλει σημαντικά το ΠΑΠ -τεστ) και 3) αιμορραγίες είτε κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως (μηνορραγίες) είτε ανεξάρτητα από αυτήν (μητρορραγίες).μητρορραγία. Αιμορραγία της μ. που εμφανίζεται ανεξάρτητα από την έμμηνο ρύση. Παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις (αποβολή, πολύποδες του βλεννογόνου της μ., καρκίνος των γεννητικών οργάνων, διαφόρου βαθμού υπερπλασία του ενδομητρίου, ενδοκρινικές διαταραχές κ.ά.). Η διαγνωστική απόξεση που χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση του αιτίου έχει συχνά και θεραπευτικό ρόλο αφού ενεργεί και ως χειρουργικός καθαρισμός του πάσχοντος ενδομητρίου.μητροσκόπηση. Εξέταση του τραχήλου και του εσωτερικού της μ. με τη χρήση ενός οργάνου που ονομάζεται μητροσκόπιο.II(Τεχν.). Εργαλείο το οποίο δίνει σχήμα ή μορφή σε εύπλαστα ή τετηγμένα υλικά. Μ. χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα για την εύκολη μαζική παραγωγή πήλινων αντικειμένων, όπως για παράδειγμα λυχναριών και μαγειρικών σκευών, καθώς και για την κατασκευή νομισμάτων, μεταλλίων, αγαλμάτων και κοσμημάτων. Σήμερα η χρήση τους έχει επεκταθεί στη μαζική παραγωγή πλαστικών ειδών και μεταλλικών εξαρτημάτων μηχανών, αυτοκινήτων και αεροσκαφών. Μ. χρησιμοποιούνται επίσης στον τομέα των πολυμέσων, αρχικά για την παραγωγή δίσκων βινιλίου και κατόπιν για την παραγωγή συμπαγών δίσκων (CD) και ψηφιακών βιντεοδίσκων (DVD). Τέλος, όσο γινόταν εφαρμογή των μεθόδων της μονοτυπίας και της λινοτυπίας (βλ. λ.), γινόταν χρήση μ. μεμονωμένων τυπογραφικών στοιχείων ή ολόκληρων γραμμών αντίστοιχα.Ανάλογα με τη διάρκεια ζωής τους, γίνεται διάκριση σε μ. μίας χρήσεως, οι οποίες καταστρέφονται κατά τη διαδικασία παραγωγής, μ. περιορισμένων χρήσεων, οι οποίες πρέπει να ανανεώνονται περιοδικά επειδή τα χαρακτηριστικά τους αμβλύνονται, και μόνιμες μ., οι οποίες είναι κατασκευασμένες από υλικά υψηλής αντοχής και σκληρότητας.Τα υλικά τα οποία εφαρμόζονται μέσα στις μ. μπορούν να είναι κρύα ή λιωμένα μέταλλα, θερμοπλαστικές ύλες, γύψος ή άλλες ουσίες που πήζουν με χημικές αντιδράσεις και εποξειδικές ή άλλες συνθετικές ρητίνες. Τα υλικά αυτά τοποθετούνται μέσα στις μ. είτε με απλή εκμετάλλευση της ιδιότητας της βαρύτητας είτε κάτω από συνθήκες πίεσης ή υποπίεσης.* * *(I)η (ΑΜ μήτρα, Α ιων. τ. μήτρη)κοίλο μυώδες όργανο τού γυναικείου γεννητικού συστήματος με προορισμό τη φιλοξενία τού γονιμοποιημένου ωαρίου ώς την τέλεια ανάπτυξή του, καθώς και την εξώθησή του κατά τη λήξη τής κύησηςνεοελλ.1. τεχνολ. κοίλο εξάρτημα που χρησιμοποιείται στις διαδικασίες διαμόρφωσης εύτηκτων μετάλλων και πλαστικών, τύπος, κν. φόρμα, καλούπι2. βοτ. i) ιστός μεμβράνας που περιβάλλει το περίδιο τών βασιδιομηκύτωνii) σπόρος στη γη από τον οποίο βλαστάνει το φυτό3. ναυτ. εσωτερική ίνα σχοινιού που γύρω της πλέκονται οι υπόλοιπες ίνες του, κν. κολαούζος4. μαθημ. πίνακας με στοιχεία ή αριθμούς, μιγαδικούς ή πραγματικούς, διατεταγμένους σε γραμμές και στήλες, ο οποίος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά και στην επεξεργασία δεδομένων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές5. (τυπογρ.) ορειχάλκινο καλούπι που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και μέσα στο οποίο κατασκευάζονταν τα χυτά γράμματα που επρόκειτο να τυπωθούν6. (πετρογρ.) το υλικό μέσα στο οποίο είναι ενσωματωμένο ένα άλλο υλικόμσν.φρ. «ἄνοιγμα μήτρας»α) τέκνοβ) πρωτότοκο ανθρώπου ή ζώουαρχ.1. η κοιλιά σφαγίου, και ιδίως τού χοίρου, ως έδεσμα2. ο τράχηλος τής μήτρας3. η εντεριώνη τού φυτού, το εσώτατο μέρος τού βλαστού ή τής ρίζας, η καρδιά, η ψίχα4. η βασίλισσα τών σφηκών ή τών μελισσών, σε αντιδιαστολή με τους εργάτες5. μτφ. αρχή ή πηγή6. μάνταλο, μοχλός θύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη- τού μήτηρ + επίθημα -τρα (πρβλ. ρήτρα)].————————(II)μήτρα, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ μήτραιτα κτηματολόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μήτρα ανάγεται πιθ. σε μακρόφωνη ΙΕ ρίζα *mē- «μετρώ, υπολογίζω, σταθμίζω» (βλ. λ. μέτρο, μῆτις) και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. mātrā- «μέτρο». Κατ' άλλη άποψη, ίσως πρόκειται για λ. σχηματισμένη ή παραγωγικά ή κατ' επίδραση τών μήτηρ, μητρῷον].
Dictionary of Greek. 2013.